λεμβόζευκτος

λεμβόζευκτος
ος , ον
1) понтонный (о мосте); 2) с лодочной переправой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "λεμβόζευκτος" в других словарях:

  • λεμβόζευκτος — η, ο 1. (για γέφυρα) αυτή που έχει στερεωθεί πάνω σε λέμβους 2. (για ποταμό, πορθμό κ.λπ.) αυτός τού οποίου οι απέναντι όχθες έχουν ζευχθεί με λέμβους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + ζευκτός (< ζεύγνυμι «συνάπτω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 σε… …   Dictionary of Greek

  • λέμβος — η (AM λέμβος, ὁ) σκάφος μικρών διαστάσεων, με ή χωρίς κατάστρωμα, που κινείται με κουπιά ή και ιστία, βάρκα («διωκόμενος ῥίπτει αὑτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, διαμαρτὼν δὲ τοῡ λέμβου... ἀπεπνίγη», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. το καλάθι τού αεροστάτου 2. ανατ. το …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»